εκκρεμώ

εκκρεμώ
(-έω)
είμαι εκκρεμής, δεν έχω τελειώσει ακόμη, δεν έχω ρυθμιστεί ή τακτοποιηθεί μέχρι τώρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκκρεμώ — 1. αμτβ., είμαι εκκρεμής. 2. μτφ., δεν έχω πάρει οριστικό τέλος, είμαι ατακτοποίητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”